Κοντά στην Κίμωλο και στη Μήλο, η Πολύαιγος μοιάζει με γαλανή όαση/Photo: Shutterstoc
Για τους περισσότερους από όσους παραθερίζουν συχνά στις Κυκλάδες, η Πολύαιγος παραμένει ένα μη αναγνωρίσιμο όνομα ή μέρος. Αλλά για εκείνους που έχουν επισκεφθεί τη Μήλο και την Κίμωλο, γνωρίζοντας τις καλοκαιρινές τους ομορφιές πέρα από τους πολύ βασικούς προορισμούς των δύο νησιών, θεωρείται ένα αξιοθέατο που πρέπει να δεις.
Πράγματι, η Πολύαιγος εντυπωσιάζει με την πρώτη ματιά. Ήδη πριν φτάσεις κοντά της, δηλαδή, το βλέμμα πέφτει με θαυμασμό στα λευκά κατακόρυφα βράχια, τα οποία ορθώνονται επιβλητικά πάνω από μια θάλασσα που μοιάζει σαν γαλανή όαση μέσα στο μπλε των βαθύτερων, πελαγικών νερών του Αιγαίου. Γεωλογικά, το νησί έχει ηφαιστειακή καταγωγή –και το δείχνει στον επισκέπτη του, με τρόπο γοητευτικό για το μάτι.
Λόγω των μικρών αποστάσεων στην περιοχή, εντωμεταξύ, η Πολύαιγος αποτέλεσε μήλο της έριδος μεταξύ της Μήλου και της Κίμωλου κατά τα αρχαία χρόνια, για το αν εντάσσεται δηλαδή στην επικράτεια του ενός νησιού ή του άλλου. Ακόμα και σήμερα, μάλιστα, θα τη βρείτε συχνά να συγκαταλέγεται στα μέρη που προτείνονται για μπάνιο στους επισκέπτες της Μήλου, παρότι σε επίπεδο καθαρών αποστάσεων είναι εγγύτερα στην Κίμωλο, στην οποία και ανήκει άλλωστε διοικητικά (παρότι το νησί δεν είναι δημόσιο): τη χωρίζουν μόλις 1,07 ναυτικά μίλια από τα νοτιοανατολικά παράλια αυτής, τη στιγμή που η απόσταση προς την ανατολική πλευρά της Μήλου ανέρχεται σε 3,77 ναυτικά μίλια.
Πολύαιγος: λευκά βράχια και γαλανά νερά. Photo: Νίκος Κόκκας
Το νησί δεν κρύβει την ηφαιστειακή του καταγωγή. Photo: Νίκος Κόκκας
Ένα νησί με ανέγγιχτο χαρακτήρα
Αν και παλιότερα ήταν γνωστή και με τα ονόματα Πόληβος ή Υπόληβος, το Πολύαιγος είναι αυτό που έχει κυριαρχήσει μέσα στα χρόνια, όντας άλλωστε και το πιο αποκαλυπτικό για τις κατσίκες που εξακολουθούν να βρίσκονται εδώ σε αφθονία (Πολύαιγος σημαίνει «πολλές αίγες»). Με έκταση 18,146 τ.χλμ. και μήκος ακτών που ανέρχεται στα 17 χιλιόμετρα, η Πολύαιγος θεωρείται ως το μεγαλύτερο ακατοίκητο νησί των Κυκλάδων. Όμως αυτό δεν είναι ακριβές, αφού η απογραφή του 2011 καταγράφει ως μόνιμους κατοίκους ένα ζευγάρι κτηνοτρόφων.
Πράγματι, η Ελευθερία και ο Πέτρος Μαριάνος δεν βόσκουν απλά τα ζώα τους εδώ: μπορεί στην πράξη να πηγαινοέρχονται στην Κίμωλο, ωστόσο διατηρούν και σπίτι πάνω από την περιοχή στα βορειοδυτικά που είναι γνωστή ως Της Παναγιάς Τ’ Αυλάκι –λειτουργώντας σαν άτυπο «λιμάνι» του νησιού, καθώς είναι ένας βαθύς, σχετικά προστατευμένος από ισχυρούς ανέμους όρμος. Ακόμα παλιότερα, μάλιστα, η Πολύαιγος λέγεται πως είχε πληθυσμό 170 ανθρώπων, ο οποίος έφθινε όμως σταθερά με τα χρόνια, ως το 1972, όταν οι περισσότεροι κάτοικοι την εγκατέλειψαν οριστικά. Κάθε χρόνο στις 22 Αυγούστου, ωστόσο, οι απόγονοί τους, καθώς και πολλοί Κιμωλιάτες, συρρέουν εδώ για να γιορτάσουν την Παναγία Πολυβιάτισσα: την εκκλησία του νησιού, γύρω από την οποία στήνεται φημισμένο πανηγύρι
Ένα νησί αρκετά τραχύ, με χαμηλούς λόφους, που έχει ενταχθεί στο δίκτυο Natura 2000. Photo: Shutterstock
Σήμερα, τα παλιά ίχνη της ανθρώπινης παρουσίας και δραστηριότητας στην Πολύαιγο έχουν μετατραπεί σε αξιοθέατα. Στο βορειοδυτικό της τμήμα, ας πούμε, δεσπόζει η προαναφερόμενη εκκλησία της Παναγίας Πολυβιάτισσας, μόνη απόγονος μιας παλαιότερης μονής αφιερωμένης στην Κοίμηση της Θεοτόκου, που ξέρουμε ότι ιδρύθηκε το 1622 και πλέον στέκει ερειπωμένη. Στα ανατολικά, πάλι, στο ακρωτήριο Μάσκουλα, υψώνεται φάρος με 9 μέτρα ύψος, που κατασκευάστηκε το 1898 σε έναν λοφίσκο με υψόμετρο (περίπου) 130 μέτρων. Πλέον, φυσικά, λειτουργεί με αυτόματο τρόπο, με τη φωτοβολία του να φτάνει μέχρι και τα 22 μίλια. Επιπλέον, υπάρχουν και δύο εγκαταλελειμμένα λατομεία, όπου γινόταν εξόρυξη τραχείτη –σκληρού ηφαιστειακού πετρώματος χρήσιμου για να φτιάχνει κανείς μυλόπετρες– καθώς και αργυρούχας βαρυτίνης.
Η Πολύαιγος είναι νησί αρκετά τραχύ, με χαμηλούς λόφους (το ανώτερο υψόμετρο υπολογίζεται στα 310 μέτρα) και με μια μικρή πεδιάδα στο κέντρο του. Δεν είναι ξερό, ωστόσο η βλάστηση τείνει να είναι χαμηλή: πέρα από κάποιους κέδρους και αλμυρίκια προς τα παράλια, δηλαδή, κυριαρχούν τα φρύγανα και τα αείφυλλα θαμνώδη φυτά που περιγράφουμε συνήθως ως μακκί ή μακία.